θεοδαίσιος

θεοδαίσιος
θεοδαίσιος, ὁ (Α)·1. επίθετο τού Διονύσου
2. ονομασία μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -δαίσιος (< δαίτης «ιερέας που διαμελίζει τα σφάγια» < δαίομαι «μοιράζω»), πρβλ. επι-δαίσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”